stimulate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας stimulate
γ΄ ενικό ενεστώτα stimulates
αόριστος stimulated
παθητική μετοχή stimulated
ενεργητική μετοχή stimulating

stimulate (en)

  • ερεθίζω
    ⮡  the light stimulates the optic nerve
    το φως ερεθίζει το οπτικό νεύρο