strangle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | strangle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strangles |
αόριστος | strangled |
παθητική μετοχή | strangled |
ενεργητική μετοχή | strangling |
Ρήμα[επεξεργασία]
strangle (en)