stratempo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
stratempo | stratempi |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /straˈtɛm.po/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stratempo (it) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- stratempo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).