stuttering
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
stuttering (en) < stutter + -ing
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
stuttering (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stuttering (en)
- το τραύλισμα
Επίθετο[επεξεργασία]
stuttering (en)
- ο τραυλίζων άνδρας ή γυναίκα ή παιδί