Μετάβαση στο περιεχόμενο

sulk

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας sulk
γ΄ ενικό ενεστώτα sulks
αόριστος sulked
παθητική μετοχή sulked
ενεργητική μετοχή sulking

sulk (en)