sulk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | sulk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sulks |
αόριστος | sulked |
παθητική μετοχή | sulked |
ενεργητική μετοχή | sulking |
Ρήμα[επεξεργασία]
sulk (en)
- μουτρώνω, δυσαρεστούμαι, κάθομαι σε μια γωνιά αμίλητος για κάτι δυσάρεστο που μου συνέβη