superager

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

superager < super- + ager

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

superager (en) ή super-ager

  • άτομο προχωρημένης ηλικίας, με νοητική ικανότητα αντίστοιχη νέου ανθρώπου