supermarché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supermarché | supermarchés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
supermarché (fr) αρσενικό
- το σουπερμάρκετ, το πολυκατάστημα
ενικός | πληθυντικός |
supermarché | supermarchés |
supermarché (fr) αρσενικό