Μετάβαση στο περιεχόμενο

supplémentaire

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
supplémentaire supplémentaires

supplémentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό