επιπρόσθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
επιπρόσθετος -η -ο
- που προστίθεται επιπλέον
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επιπρόσθετα
- επιπροσθέτως
- → δείτε τις λέξεις επί, πρόσθετος, προσθέτω, προς και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιπρόσθετος
|