surbooké
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surbooké | surbookés |
θηλυκό | surbookée | surbookées |
Επίθετο[επεξεργασία]
surbooké (fr)
- με υπεράριθμες κρατήσεις θέσεων ή εισιτηρίων