swag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
swag (en)
- (βοτανική) βότρυς
- (ιδιωματικό) (αργκό) κλοπιμαία
- (ιδιωματικό) (αργκό) μια (μεγάλη) ποσότητα από κάτι