sympathize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας sympathize
γ΄ ενικό ενεστώτα sympathizes
αόριστος sympathized
παθητική μετοχή sympathized
ενεργητική μετοχή sympathizing

sympathize (en)