sympathize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | sympathize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sympathizes |
αόριστος | sympathized |
παθητική μετοχή | sympathized |
ενεργητική μετοχή | sympathizing |
Ρήμα
[επεξεργασία]sympathize (en)