Μετάβαση στο περιεχόμενο

synecdoque

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
synecdoque < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
synecdoque synecdoques

synecdoque (fr) θηλυκό