systémique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

systémique < systèm(e) + -ique

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
systémique systémiques

systémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
systémique systémiques

systémique (fr) θηλυκό

  • η συστημική μελέτη

Πηγές[επεξεργασία]