szkolenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
szkolenie (pl) ουδέτερο
- η εκπαίδευση, η κατάρτιση, η εκγύμναση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- przeszkolić
- szkoła
- szkoleniowiec
- szkoleniówka
- szkoleniowo
- szkoleniowy
- szkolić
- szkółka
- szkolnictwo
- szkolny
- wyszkolić
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Witold Doroszewski, επιμ. (1980). Słownik poprawnej polszczyzny PWN. Βαρσοβία: Polskie Wydawnictwo Naukowe. ISBN 83-01-03811-X.