tactic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tactic | tactics |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tactic (en)
- (συνήθως πληθυντικός) η τακτική
- ⮡ I have warned you repeatedly but you continue the same tactics.
- Σας έχω επανειλημμένα προειδοποιήσει αλλά συνεχίζετε την ίδια τακτική.
- ⮡ I have warned you repeatedly but you continue the same tactics.
Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]tactic (ro)