τακτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τακτική | οι | τακτικές |
γενική | της | τακτικής | των | τακτικών |
αιτιατική | την | τακτική | τις | τακτικές |
κλητική | τακτική | τακτικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τακτική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τακτική, θηλυκό του τακτικός < τάσσω (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tactique)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ta.ktiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐κτι‐κή
- ομόηχο: τακτικοί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τακτική θηλυκό
- συντονισμένες (και προσχεδιασμένες) ενέργειες που αποσκοπούν στην επίτευξη κάποιου στόχου
- (στρατιωτικός όρος) συντονισμένες κινήσεις στρατιωτικών δυνάμεων, ελιγμοί και μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σε μια μάχη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
τακτική στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τακτική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τακτική
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τακτική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)