take flight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

take flight < → δείτε τις λέξεις take και flight

Έκφραση[επεξεργασία]

take flight (en)

  • ζώο ή αεροσκάφος αρχίζει να πετάξει
    The partridges took flight before we could get near.
    Οι πέρδικες πέταξαν πριν μπορέσουν να πλησιάσουμε.

Πηγές[επεξεργασία]