take flight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
take flight (en)
- ζώο ή αεροσκάφος αρχίζει να πετάξει
- ↪ The partridges took flight before we could get near.
- Οι πέρδικες πέταξαν πριν μπορέσουν να πλησιάσουμε.
- ↪ The partridges took flight before we could get near.
Πηγές[επεξεργασία]
- take flight - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ