talismanique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- talismanique < talisman
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
talismanique | talismaniques |
talismanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με ένα φυλαχτό