Μετάβαση στο περιεχόμενο

tarifaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tarifaire tarifaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

tarifaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη tarif