tarissable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tarissable tarissables

Επίθετο[επεξεργασία]

tarissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]