tarissable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tarissable | tarissables |
Επίθετο[επεξεργασία]
tarissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να στερέψει
ενικός | πληθυντικός |
tarissable | tarissables |
tarissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό