tartarique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tartarique | tartariques |
Επίθετο[επεξεργασία]
tartarique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) παραλλαγή του tartrique
ενικός | πληθυντικός |
tartarique | tartariques |
tartarique (fr) αρσενικό ή θηλυκό