tartrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tartrique < tartre

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tartrique tartriques

tartrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό