tassage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tassage < tasser

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tassage tassages

tassage (fr) αρσενικό

  1. το στοίβαγμα
  2. (αθλητισμός) το σπρώξιμο ενός αθλητή έξω από την πίστα όπου τρέχει