tassage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tassage < tasser
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tassage | tassages |
tassage (fr) αρσενικό
- το στοίβαγμα
- (αθλητισμός) το σπρώξιμο ενός αθλητή έξω από την πίστα όπου τρέχει