tautologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tautologie tautologies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tautologie (fr) θηλυκό

  1. η ταυτολογία
    → δείτε τη λέξη  lapalissade
  2. ο πλεονασμός
    → δείτε τη λέξη  pléonasme