tautologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tautologie | tautologies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tautologie (fr) θηλυκό
- η ταυτολογία
- → δείτε τη λέξη lapalissade
- ο πλεονασμός
- → δείτε τη λέξη pléonasme