tecnologico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tecnologico < tecnologia
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tecnologico | tecnologici |
θηλυκό | tecnologica | tecnologice |
tecnologico (it)