tendril
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tendril < μέση γαλλική tendrillon («οφθαλμός, βλαστός, χόνδρος»), ίσως ένα από τα υποκοριστικά του tendron («χόνδρος») < παλαιά γαλλική tendre («μαλακός, απαλός») Δείτε tender (επίθετο, ρήμα) < λατινική tendere («τεντώνω, επεκτείνω»)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tendril (en) (πληθυντικός: tendrils)
- (βοτανική) ο αναρριχητικός πλοχμός, ο φυτοπλοχμός