terrassier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
terrassier | terrassiers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
terrassier (fr) αρσενικό
- ο χωματουργός, ο σκαφτιάς
ενικός | πληθυντικός |
terrassier | terrassiers |
terrassier (fr) αρσενικό