χωματουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωματουργός οι χωματουργοί
      γενική του χωματουργού των χωματουργών
    αιτιατική τον χωματουργό τους χωματουργούς
     κλητική χωματουργέ χωματουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωματουργός < χωματ- + -ουργός[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωματουργός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]