Μετάβαση στο περιεχόμενο

terrier

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
terrier terriers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

terrier (fr) αρσενικό

  1. η φωλιά
  2. το λαγούμι