terrorist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
terrorist | terrorists |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
terrorist (en)
- ο τρομοκράτης, τρομοκρατικός
- ↪ A journalist was arrested by a terrorist organization.
- Δημοσιογράφος συνελήφθη από τρομοκρατική οργάνωση.
- ↪ A journalist was arrested by a terrorist organization.