texto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

texto (fr)

  1. (οικείο) κατά λέξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
texto textos

texto (fr) αρσενικό

  1. σύντομο γραπτό μήνυμα που στέλνεται με κινητό τηλέφωνο