thébaïque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /te.ba.ik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
thébaïque thébaïques

thébaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό