théorème
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
théorème | théorèmes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]théorème (fr) αρσενικό
- (μαθηματικά) το θεώρημα
ενικός | πληθυντικός |
théorème | théorèmes |
théorème (fr) αρσενικό