théorique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
théorique théoriques

théorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. θεωρητικός
    La vitesse théorique - η θεωρητική ταχύτητα (αυτή που υπολογίζεται με τη θεωρία)
  2. υποθετικός
    cela reste très théorique - αυτό παραμένει σκέτη υπόθεση

Συγγενικά

[επεξεργασία]