théorique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
théorique | théoriques |
théorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- θεωρητικός
- La vitesse théorique - η θεωρητική ταχύτητα (αυτή που υπολογίζεται με τη θεωρία)
- υποθετικός
- cela reste très théorique - αυτό παραμένει σκέτη υπόθεση