Μετάβαση στο περιεχόμενο

thunder

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thunder (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (μετεωρολογία) η βροντή, το μπουμπουνητό, ο ισχυρός και παρατεταμένος κρότος που συνοδεύει την αστραπή ή τον κεραυνό
      The thunder panicked the horses.
    Οι βροντές πανικοβάλανε τα άλογα.
      Thunder rumbled in the distance.
    Ένα μπουμπουνητό ακούστηκε μακριά.
  2. η βροντή, το μπουμπουνητό, για κάθε ισχυρό κρότο σαν βροντή
      the thunder of the canons - οι βροντές των κανονιών
      Canons were sounding like distant thunder.
    Ακούγονταν κανονιές σαν μακρινά μπουμπουνητά.
ενεστώτας thunder
γ΄ ενικό ενεστώτα thunders
αόριστος thundered
παθητική μετοχή thundered
ενεργητική μετοχή thundering

thunder (en)

  1. (αμετάβατο) βροντάει, μπουμπουνίζει
      There’s lighting and it’s thundering.
    Αστράφτει και βροντά(ει).
      It’s raining hard and thundering.
    Βρέχει δυνατά και μπουμπουνίζει.
  2. (αμετάβατο) βροντάω, παράγω ισχυρό κρότο
      The cannons thundered during the battle.
    Τα κανόνια βροντούσαν στη μάχη.
  3. (αμετάβατο) περνάω με εκκωφαντικό κρότο
      The train thundered through the station.
    Το τρένο πέρασε μεσ' απ' το σταθμό μ' εκκωφαντικό κρότο.