titanique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
titanique titaniques

Επίθετο

[επεξεργασία]

titanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τιτάνιος, γιγαντιαίος
     συνώνυμα: titanesque
  2. τιτανικός, σχετικός με το τιτάνιο