titré
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- titré < titrer
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | titré | titrés |
θηλυκό | titrée | titrées |
titré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | titré | titrés |
θηλυκό | titrée | titrées |
titré (fr)