to some extent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
to some extent (en)
- (ιδιωματισμός) ως ένα σημείο, βαθμός
- ↪ To some extent heredity predetermines a child’s personality.
- Ως ένα σημείο η κληρονομικότητα προκαθορίζει την προσωπικότητα ενός παιδιού.
- ↪ To some extent heredity predetermines a child’s personality.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ↪ to a certain extent - μέχρι ενός σημείου
- ↪ to a large extent - ως ένα μεγάλο βαθμό
- ↪ To what extent? - Μέχρι ποίου βαθμού;
- ↪ To such an extent that… - Σε τέτοιο βαθμό ώστε…