tocade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tocade < se toquer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tocade | tocades |
tocade (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tocade | tocades |
tocade (fr) θηλυκό