tom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tom < αρχαία ελληνική τόμος
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tom (pl) αρσενικό
- ο τόμος