tongue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tongue | tongues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tongue (en)
- (ανθρώπινο σώμα) η γλώσσα, το αισθητήριο όργανο της γλώσσας