Μετάβαση στο περιεχόμενο

tournesol

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tournesol tournesols

tournesol (fr) αρσενικό