toxicologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɔ.ksi.kɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
toxicologique | toxicologiques |
toxicologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό