Μετάβαση στο περιεχόμενο

trône

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
trône trônes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trône (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]