trône
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trône | trônes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trône (fr) αρσενικό
- ο θρόνος
ενικός | πληθυντικός |
trône | trônes |
trône (fr) αρσενικό