traipse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | traipse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | traipses |
αόριστος | traipsed |
παθητική μετοχή | traipsed |
ενεργητική μετοχή | traipsing |
Ρήμα[επεξεργασία]
traipse (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) γυρίζω, περπατάω κάπου αργά όταν είμαι κουρασμένος και απρόθυμος
- ↪ I was traipsing around all day and I am dead-tired
- Γύριζα όλη την ημέρα κι είμαι ψόφιος.
- ↪ I was traipsing around all day and I am dead-tired