traipse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας traipse
γ΄ ενικό ενεστώτα traipses
αόριστος traipsed
παθητική μετοχή traipsed
ενεργητική μετοχή traipsing

Ρήμα[επεξεργασία]

traipse (en)

  • (αμετάβατο, ανεπίσημο) γυρίζω, περπατάω κάπου αργά όταν είμαι κουρασμένος και απρόθυμος
    I was traipsing around all day and I am dead-tired
    Γύριζα όλη την ημέρα κι είμαι ψόφιος.

Πηγές[επεξεργασία]