Μετάβαση στο περιεχόμενο

trauma

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
trauma traumas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trauma (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) το τραύμα
  2. (ψυχολογία) το τραύμα