Μετάβαση στο περιεχόμενο

travailleuse

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
travailleuse travailleuses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

travailleuse (fr) θηλυκό

  1. η εργαζόμενη, η εργάτρια
  2. η δουλευταρού

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
travailleuse travailleuses

travailleuse (fr) θηλυκό