tremblotant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tremblotant < trembloter
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tremblotant | tremblotants |
θηλυκό | tremblotante | tremblotantes |
tremblotant (fr)