trespass

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trespass < παλαιά γαλλικά trespas ‎< trespasser

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɹɛspəs/ & /ˈtɹɛspæs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trespass (en)

  1. καταπάτηση (ξένης ιδιοκτησίας), παράνομη είσοδος σε τόπο/χώρο
  2. (παρωχημένο) αμαρτία

Ρήμα[επεξεργασία]

trespass (en)

  1. καταπατώ (ξένη ιδιοκτησία), εισέρχομαι παράνομα
  2. (παρωχημένο) αμαρτάνω