trespass
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- trespass < παλαιά γαλλικά trespas < trespasser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trespass (en)
- (παρωχημένο) αμαρτία
- καταπάτηση (ξένης ιδιοκτησίας)
Ρήμα[επεξεργασία]
trespass (en)
- (παρωχημένο) αμαρτάνω
- καταπατώ (ξένη ιδιοκτησία)