trespass
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- trespass < παλαιά γαλλικά trespas < trespasser
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trespass (en)
- καταπάτηση (ξένης ιδιοκτησίας), παράνομη είσοδος σε τόπο/χώρο
- (παρωχημένο) αμαρτία
Ρήμα
[επεξεργασία]trespass (en)
- καταπατώ (ξένη ιδιοκτησία), εισέρχομαι παράνομα
- (παρωχημένο) αμαρτάνω